λαγγάδι

λαγγάδι
το см. λαγκάδι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λαγγάδι" в других словарях:

  • λαγγάδι — το βλ. λαγκάδι …   Dictionary of Greek

  • λαγκάδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στράτου. Μέχρι το 1971 ονομαζόταν Λαγκάδα Ράχης. 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»